λευκοϋφής

λευκοϋφής
λευκο-ϋφής [ῠ], ές,
A of a white web,

φᾶρος Eust.1530.56

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκοϋφής — λευκοϋφής, ές (Α) ουφασμένος λευκός …   Dictionary of Greek

  • λευκουφές — λευκουφής of a white web masc/fem voc sg λευκουφής of a white web neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”